- υπερβολή
- η1. η διάβαση πάνω από κάτι, η υπέρβαση: Η υπερβολή του λόφου.2. μτφ., το υπερβολικό, η ακρότητα: Υπερβολή φιλοτιμίας.3. μτφ., η μεγαλοποίηση των πραγμάτων: Αυτό που λες είναι υπερβολή.4. (μαθημ.), γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο σταθερά σημεία (εστίες υπερβολής) είναι σταθερή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.